ὁδηγοῦντος

ὁδηγοῦντος
ὁδηγέω
lead
pres part act masc/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • водити — ВО|ДИТИ (132), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Водить, идти во главе: ѡ(т)иде ѡ(т)тоудоу вод˫а съ собою и два оученика прп(д)бнаго (ἄγων) ЖФСт XII, 129 об.; изведе люд изъ ѥюпта. и по семь водѩше въ поустыни лѣ(т) •м҃• КН 1280, 568г; слѣпъ слѣпа водѩ оба в ровъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”